παγκρατιαστικός

παγκρατιαστικός
παγκρατιαστικός, -ή, -όν (Α) [παγκρατιαστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.)
2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής.
επίρρ...
παγκρατιαστικῶς (Α)
με την παγκρατιαστική τέχνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παγκρατιαστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατιαστικῇ — παγκρατιαστικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατιαστική — παγκρατιαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατιαστικήν — παγκρατιαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκρατιαστικῶς — παγκρατιαστικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”