- παγκρατιαστικός
- παγκρατιαστικός, -ή, -όν (Α) [παγκρατιαστής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.)2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής.επίρρ...παγκρατιαστικῶς (Α)με την παγκρατιαστική τέχνη.
Dictionary of Greek. 2013.